- θοινατήριον
- θοιν-ᾱτήριον, τό,A = θοίνη, E.Rh.515.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θοινατήριον — θοινατήριον, τὸ (Α) [θοινατήρ] θοίνη*, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θοινατήριον — θοινᾱτήριον , θοινατήριον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)